- σπανίζω
- ΝΑ [σπάνις]είμαι σπάνιος, λιγοστός, υπάρχω σε μικρή ποσότητα («αυτό το είδος φυτού σπανίζει στην χώρα μας»)νεοελλ.συμβαίνω σπάνια («τέτοια φαινόμενα σπανίζουν στις μέρες μας»)αρχ.1. (ενεργ. και παθ.) (για πρόσ.) έχω ανάγκη ή έλλειψη από κάτι («σπανίζοντες ὑδάτων», Ηρόδ.)2. (μτβ.) καθιστώ κάτι σπάνιο, εξαντλώ3. (σχετικά με περιουσία) σπαταλώ, διασπαθίζω («ἐσπάνισε τὰ αὐτοῡ πάντα», πάπ.)4. μέσ. σπανίζομαιστερεύω, εξαντλούμαι («χρόνῳ γὰρ σπανίζεται θάλασσα», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.